αλευρέμπορος

αλευρέμπορος
ο
έμπορος αλεύρων, αλευροπώλης, αλευράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + έμπορος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλευρεμπόριο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλευρέμπορος — ο ο έμπορος αλευριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… …   Dictionary of Greek

  • αλευράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Κολλίνες Καλτεζών. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης υπό τις διαταγές του Π. Βαρβιτζιώτη. Προσέφερε για τις ανάγκες του Αγώνα όλη την κινητή περιουσία του και μεγάλο μέρος της …   Dictionary of Greek

  • αλευρεμπόριο — το [αλευρέμπορος] εμπόριο αλεύρων …   Dictionary of Greek

  • αλευροπώλης — ο αυτός που πουλάει άλευρα, αλευράς, αλευρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + πώλης < πωλώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλευροπωλείο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”